- ἀκάρδιος
- ἀκάρδιοςwanting the heartmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακάρδιος — α, ον (Α ἀκάρδιος ον) [καρδιά, καρδία] εκείνος που δεν έχει καρδιά νεοελλ. 1. μτφ. άτολμος, δειλός 2. μτφ. ανόητος 3. αναίσθητος, ασυγκίνητος 4. (για ξύλο) αυτό που δεν έχει καρδιά, δεν έχει εντεριώνη … Dictionary of Greek
ἀκάρδιον — ἀκάρδιος wanting the heart masc/fem acc sg ἀκάρδιος wanting the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρδίου — ἀκάρδιος wanting the heart masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαρδίους — ἀκάρδιος wanting the heart masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάρδια — ἀκάρδιος wanting the heart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάρδιοι — ἀκάρδιος wanting the heart masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безсердечный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. греч. ἀκάρδιος безумный; жестокий. … … Словарь церковнославянского языка
ακαρδία — η [άκαρδος] 1. η έλλειψη καρδιάς (βλ. ακάρδιος) 2. η έλλειψη γενναιότητας, η δειλία … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek